unrestricted quantifier - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

unrestricted quantifier - translation to ρωσικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Unrestricted (disambiguation); Unrestricted (album)

unrestricted quantifier      

математика

неограниченный квантор

logical quantifier         
  • [[Augustus De Morgan]] (1806-1871) was the first to use "quantifier" in the modern sense.
  • url=https://www.researchgate.net/publication/366867569}}
</ref>
  • Syntax tree of the formula <math> \forall x (\exists y  B(x,y)) \vee C(y,x) </math>, illustrating scope and variable capture. Bound and free variable occurrences are colored in red and green, respectively.
LOGICAL OPERATOR SPECIFYING HOW MANY ENTITIES IN THE DOMAIN OF DISCOURSE THAT SATISFY AN OPEN FORMULA
Logical quantifier; Quantificational fallacy; Solution quantifier; Quantification (logic); Quantifiers (logic); Set quantifier; Range of quantification

математика

логический квантор

unrestricted         

[ʌnri'striktid]

общая лексика

неограниченный (напр. о питании)

произвольный

без ограничений

Смотрите также

unrestricted alternative; unrestricted burning; unrestricted coagulation; unrestricted convergence; unrestricted domain; unrestricted estimator; unrestricted grammar; unrestricted limit; unrestricted motion; unrestricted partition; unrestricted quantifier; unrestricted randomization; unrestricted rule; unrestricted sample; unrestricted search; unrestricted transferability; unrestricted variable

прилагательное

общая лексика

неограниченный

Ορισμός

unrestricted
¦ adjective not limited or restricted.
Derivatives
unrestrictedly adverb

Βικιπαίδεια

Unrestricted

Unrestricted may refer to:

  • Unrestricted (Da Brat album)
  • Unrestricted (Symphorce album)
  • Unrestricted carry, a situation within a jurisdiction in which the carrying of firearms is not restricted in any way by the law
Μετάφραση του &#39unrestricted quantifier&#39 σε Ρωσικά